γερμανόφιλος

γερμανόφιλος
η , ο[ν] 1. германофильский, прогерманский;
2. (ο ) германофил

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γερμανόφιλος" в других словарях:

  • γερμανόφιλος — η, ο αυτός που αγαπά τους Γερμανούς, τον πολιτισμό τους ή ακολουθεί την πολιτική και εξυπηρετεί τα συμφέροντα τής Γερμανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο] …   Dictionary of Greek

  • γερμανόφιλος — η, ο αυτός που αγαπά και υποστηρίζει τους Γερμανούς: Γερμανόφιλη στάση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γερμανοφιλία — η η ιδιότητα τού γερμανόφιλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμανόφιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • φιλογερμανικός — (I) ή, όν, Α ο πιστός στον Γερμανικό, Ρωμαίο αυτοκράτορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Γερμανικός]. (II) ή, ό, Ν αυτός που αγαπά τη Γερμανία, τους Γερμανούς και καθετί το γερμανικό, γερμανόφιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γερμανικός. Το επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • φιλογερμανός — ο, Ν γερμανόφιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Γερμανός] …   Dictionary of Greek

  • φιλογερμανός — ο ο γερμανόφιλος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»